Τα προβλήματα που παρατηρούνται στο διεθνές εμπόριο καφέ μάλλον δεν οφείλονται στην απροθυμία των καταναλωτών να πληρώσουν για τον καφέ τους. Κάποιοι λάτρεις του καφέ δεν διστάζουν να δώσουν ακόμη και 100 ευρώ για μισό κιλό καφέ. Tόσο περίπου κοστίζουν τα 500 γραμ. της σειράς Barrista Creations Trio της ελβετικής Νespresso μέσω του γερμανικού oνλάιν καταστήματος της Amazon. Φυσικά υπάρχουν και πιο οικονομικές κάψουλες και βέβαια φθηνός καφές εσπρέσο στην αγορά. Το παράδειγμα με τις κάψουλες Νespresso δείχνει απλώς την ανισορροπία που επικρατεί στην αγορά καφέ.
Στην διεθνή αγορά καφέ τον περασμένο Ιανουάριο μισό κιλό καφέ (μία λίβρα) ακατέργαστων κόκκων κόστιζε 0,65 με 1 ευρώ, είτε πρόκειται για την ποικιλία Arabica είτε για την ποικιλία Robusta. Οι τιμές προέρχονται από τον Διεθνή Οργανισμό Καφέ (ΙCO) με έδρα στο Λονδίνο. Το διεθνές εμπόριο καφέ γίνεται είτε με βάση την αγγλοαμερικανική λίβρα που ισούται με 450 γραμ. είτε με σάκους των 6 κιλών.
Καφές, μια περίπλοκη ιστορία
Ο κλάδος του καφέ είναι ένας εξαιρετικά δύσκολος χώρος. Ο ICO εκτιμά τον ετήσιο τζίρο παγκοσμίως σε περίπου 200 δις δολάρια. Αλλά μόνο το ένα δέκατο κερδίζεται στις χώρες όπου καλλιεργείται ο καφές – στη Νότια και Κεντρική Αμερική, την Ασία και την Αφρική. Το μερίδιο του λέοντος λαμβάνουν εταιρείες από την Ευρώπη και τις ΗΠΑ, οι οποίες βασίζονται στην υπεραξία: από το καβούρδισμα του καφέ, το πακετάρισμα μέχρι το μάρκετινγκ και τη διαφήμιση. Πώς θα μπορούσαν όμως να κερδίσουν το πραγματικό μερίδιο που τους αναλογεί οι χώρες παραγωγοί;
Ερευνητές από το Ινστιτούτο Παγκόσμιας Οικονομίας του Κιέλου (IfW) μελέτησαν προσεκτικά το διεθνές εμπόριο καφέ. Ο όγκος του, παρατηρούν, έχει τετραπλασιαστεί τα τελευταία 30 χρόνια, κυρίως υπέρ των εταιρειών καφέ που βρίσκονται σε βιομηχανικές χώρες. Σύμφωνα με την ανάλυση του IfW, αν οι χώρες παραγωγοί θέλουν να κερδίσουν περισσότερα από τον καφέ, θα πρέπει να επεκταθούν πέρα από την καλλιέργεια και στην μεταποίησή του. Σύμφωνα με μια εκ των συγγραφέων της μελέτης, την οικονομολόγο Χουάν Χσιν Λίου, «πρώτα θα πρέπει να γίνουν επενδύσεις. Αλλά συνήθως οι αναπτυσσόμενες χώρες δεν διαθέτουν τα απαραίτητα κεφάλαια. Έχουν επίσης μικρή εμπειρία στη βιομηχανική παραγωγή». Ωστόσο, αν θέλουν να κερδίσουν κάτι παραπάνω, θα πρέπει να αυξήσουν τη συμμετοχή τους στην παραγωγική αλυσίδα.
Το Βιετνάμ και η Ελβετία
Αλλά ακόμη κι αν χώρες που παράγουν κόκκους καφέ, η Βραζιλία, η Κολομβία, η Αιθιοπία, η Ονδούρα και το Περού, προχωρούσαν και στον τομέα της πρώτης μεταποίησης που εμπεριέχει το καβούρδισμα του καφέ, το επόμενο εμπόδιο θα ήταν η μεταφορά. Όπως σημειώνει η Λίου: «Όταν ο καβουρδισμένος καφές μεταφέρεται σε μεγάλες αποστάσεις, χάνει από τη γεύση του. Έτσι ο καφές δεν φτάνει σε τόσο καλή κατάσταση στους καταναλωτές δυτικών χώρών. Επιπλέον, έχουν να ανταγωνιστούν καθιερωμένα εμπορικά σήματα. Οι παραγωγοί από φτωχότερες χώρες δεν έχουν χρήματα για μάρκετινγκ ή για τη δημιουργία δικών τους επωνυμιών».
Ένα θετικό παράδειγμα των τελευταίων χρόνων είναι πάντως το Βιετνάμ, το οποίο πέρα από κόκκους καφέ άρχισε να εξάγει και στιγμιαίο καφέ, αναφέρει η Λίου. Έτσι σήμερα το Βιετνάμ εξάγει παγκοσμίως το 30% του στιγμιαίου καφέ. Από την άλλη πλευρά, η Ελβετία δείχνει πώς μπορεί να κερδίσει κανείς πολλά χρήματα χωρίς να παράγει καθόλου καφέ. Η μικρή χώρα είναι υπεύθυνη για σχεδόν το 25% των εξαγωγών καβουρδισμένου καφέ στον κόσμο με κέρδη πάνω από δύο δις δολάρια ετησίως. Σε αυτό σημαντικό ρόλο έπαιξε η νέα κουλτούρα του καφέ σε κάψουλες, παρατηρεί η Λίου σημειώνοντας: «Οι ελβετικές εταιρείες έχουν δημιουργήσει νέους τρόπους κατανάλωσης καφέ και το μάρκετινγκ τούς έχει συνδέσει με τον σύγχρονο τρόπο ζωής.»
Αντρέας Μπέκερ
Επιμέλεια: Δήμητρα Κυρανούδη