Μόνο το 3% των εκτάσεων της γης εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται ως «οικολογικά ανέπαφο», με ανενόχλητους βιότοπους και υγιείς πληθυσμούς των αρχικών ζωικών ειδών του, υπογραμμίζει μια νέα ερευνητική έκθεση.
Μια πολύ άσχημη εικόνα σε σχέση με αυτή που είχε διαμορφωθεί από προηγούμενες αξιολογήσεις οι οποίες τοποθετούσαν αυτόν τον αριθμό πολύ υψηλότερα, εκτιμώντας ότι το 20% έως το 40% της γης είναι ακόμη ανέπαφο. Ωστόσο, οι παλαιότερες αυτές οι αναλύσεις που επικεντρώθηκαν στην αγνότητα των βιότοπων, βασίστηκαν κυρίως σε δορυφορικές εικόνες, οι οποίες δεν παρέχουν πολλές λεπτομέρειες για το τι συμβαίνει πραγματικά στο έδαφος.
«Οι πραγματογνωμοσύνη από πολλούς ανθρώπους που επισκέφθηκαν αυτές τις περιοχές καταδεικνύει σαφώς ότι υπάρχουν είδη που έχουν χαθεί – μεγάλα και μεσαία σαρκοφάγα και ιδιαίτερα μεγάλα και μεσαία φυτοφάγα», υπογραμμίζει ο Andrew Plumptre, επικεφαλής της Γραμματείας των Βασικών Περιοχών Βιοποικιλότητας και συγγραφέας της μελέτης, σ’ένα email του. «Κάποιοι έχουν χαθεί ή μειωθεί σε αριθμό λόγω του κυνηγιού από ανθρώπους, κάποιοι χάθηκαν λόγω της εισαγωγής εχθρικών ειδών, όπως γάτες και σκύλοι, και κάποιοι λόγω ασθένειας.»
Αντί να εξετάσει απλώς δορυφορικές εικόνες για την έκθεση – που δημοσιεύτηκε την Πέμπτη στο Frontiers in Forests and Global Change – ο Plumptre και η ομάδα του συνέκριναν χάρτες οικοσυστημάτων που έχουν υποστεί ανθρώπινες καταστροφές με χάρτες που δείχνουν πού τα είδη ζώων είναι είτε πολύ λίγα σε αριθμό για να διατηρήσουν ένα υγιές οικοσύστημα ή έχουν εξαφανιστεί εντελώς από τις αρχικές τους τοποθεσίες.
«Από τον Μεσαίωνα έχει απομείνει μόλις το 2,9% των ζωικών και φυτικών ειδών της επιφάνειας της γης», δήλωσε ο Plumptre. Αυτό σημαίνει ότι περίπου το 97% της γης έχει καταστραφεί από τη βιομηχανία, το κυνήγι, την εισβολή άλλων ειδών ή άλλες ανθρωπογενείς επιπτώσεις. Με αυτά τα δεδομένα, τα χερσαία οικοσυστήματα δεν τα πάνε και πολύ καλά.
Τα ανέπαφα οικοσυστήματα που πιστοποίησε η ομάδα εντοπίζονται στο Κονγκό, την Τανζανία, το τροπικό δάσος του Αμαζονίου, τη Σιβηρία και τη νότια Χιλή.
Ακόμα πιο ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι η ομάδα διαπίστωσε ότι μόλις το 11% των οικολογικά ανέπαφων εδαφών που εντόπισαν προστατεύεται από νόμους διατήρησης των χωρών. Ένα ακόμη μικρότερο μέρος – μόλις 4% – διέπεται από βασική νομοθεσία προστασίας, και η Διεθνής Ένωση για τη Διατήρηση της Φύσης κρούει τον κώδωνα του κινδύνου ότι είναι ιδιαίτερα σημαντικό να διατηρηθεί η άγρια φύση.
Ωστόσο, δεν έχουν χαθεί όλα. Οι συγγραφείς διαπίστωσαν ότι ένα βασικό συστατικό που λείπει από μεγάλες περιοχές κατά τ’άλλα άθικτης γης οφείλεται στην εξαφάνιση ορισμένων βασικών ειδών, ιδίως μεγάλων θηλαστικών. Μερικά από αυτά τα μεγάλα θηλαστικά έχουν εξαφανιστεί εντελώς, αλλά άλλα εξακολουθούν να επιβιώνουν αλλού. Σε αυτές τις περιπτώσεις, οι συγγραφείς προτείνουν ότι η επανεισαγωγή έστω ενός μικρού αριθμού (μεταξύ ενός και πέντε) ειδών που παίζουν κρίσιμο ρόλο σε ορισμένες περιοχές θα μπορούσε να φέρει έως και το 20% της γης πίσω στην προγενέστερη μορφή της.
Οι συγγραφείς εντοπίζουν έξι σημαντικές τοποθεσίες παγκοσμίως όπου αυτή η μέθοδος θα μπορούσε να αποφέρει καρπούς: ανατολική Ρωσία, βόρειος Καναδάς, Αλάσκα, το τροπικό δάσος του Αμαζονίου, η έρημος της Σαχάρας και το τροπικό δάσος του Κονγκό. Σε αυτές τις περιοχές, αν και ο πληθυσμός των ειδών έχει συρρικνωθεί, υπάρχει ακόμα αρκετή αρχική χλωρίδα και οικότοπος για να υποστηρίξει μια επανένταξη των πληθυσμών.
Η μελέτη υποστηρίζει ότι χρειαζόμαστε έναν νέο τρόπο σκέψης για την οικολογική υγεία. Αυτή τη στιγμή, λένε οι συγγραφείς, η αποκατάσταση επικεντρώνεται κυρίως στην αποκατάσταση υποβαθμισμένων οικοτόπων. Αυτό είναι σημαντικό, αλλά δεν είναι αρκετό.
«Πρέπει επίσης να σκεφτούμε την αποκατάσταση των ειδών για να ανακτήσουμε την οικολογική ακεραιότητα σε ολόκληρη τη Γη», υπογράμμισε ο Plumptre.